χαρτζιλικώνω

χαρτζιλικώνω
μετ. давать деньги на мелкие расходы, давать карманные деньги (кому-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαρτζιλικώνω" в других словарях:

  • χαρτζιλικώνω — χαρτζιλικώνω, χαρτζιλίκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρτζιλικώνω — Ν [χαρτζιλίκι] δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • χαρτζιλικώνω — χαρτζιλίκωσα, χαρτζιλικώθηκα, χαρτζιλικωμένος, δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι για τα μικρά του έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτζιλίκωμα — το, Ν [χαρτζιλικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτζιλικώνω …   Dictionary of Greek

  • χαρτζιλίκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτζιλικώνω, ο εφοδιασμός κάποιου με μικρά χρηματικά ποσά για τα καθημερινά μικροέξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»